- αναποιώ
- ἀναποιῶ (-έω) (ΑΜ)μσν.επισκευάζω, διορθώνω, μεταποιώαρχ.1. παρασκευάζω2. ανακατεύω (πρβλ. αναπιάνω, 3).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek